εκφορτώνω

εκφορτώνω
και ξεφορτώνω και εκφορτώ (-όω) (Μ ἐκφορτῶ)
βγάζω στην ξηρά φορτίο ή επιβάτες πλοίου
νεοελλ.
1. (αμτβ.) (για πλοίο) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου («το πλοίο δεν ξεφόρτωσε ακόμα»)
2. γεν. ξεφορτώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκφορτώνω — εκφόρτωσα, εκφορτώθηκα, εκφορτωμένος, βλ. ξεφορτώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”